- ὀρύγματι
- ὄρυγμαexcavationneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
БАРАФРОН — • Barăthrum, βάραθρον, ров близ Афин, куда свергались преступники, называвшиеся также oρυγμα, а потому палач ό επι τω̃ όρύγματι. Leocr. 121 … Реальный словарь классических древностей
όρυγμα — Βαθύς και σκοτεινός φρεατώδης λάκκος στην αρχαία Αθήνα μέσα στον οποίο έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο. Στα τοιχώματα του είχαν τοποθετηθεί σιδερένια αιχμηρά άγκιστρα πάνω στα οποία κατακομματιάζονταν οι κατάδικοι που ρίχνονταν μέσα. Η… … Dictionary of Greek